2902377
Η σημασία της αυτοεκτίμησης στη ζωή μας
«Όσο πιο πολύ εκτιμά κανείς τον εαυτό του, τόσο πιο λίγα απαιτεί από τους άλλους. Όσο λιγότερα απαιτεί, τόσο περισσότερο τούς εμπιστεύεται. Όσο πιο πολύ εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους, τόσο πιο πολύ μπορεί να αγαπάει...». Virginia Satir
Η έννοια της αυτοεκτίμησης συνδέεται άρρηκτα με την ψυχική και την σωματική μας υγεία και ορίζεται ως η αξία που αποδίδουμε στον εαυτό μας, και προϋποθέτει την αποδοχή του εαυτού μας με τις αδυναμίες και τα χαρίσματά του, τον αυτοσεβασμό και την ικανότητα να αποφασίζουμε με βάση την δική μας κλίμακα αξιών. Είναι η εσωτερικευµένη κρίση του ατόμου για τον εαυτό του σχετικά με την προσωπική του αξία, την επάρκεια του και την αυτοαποτελεσματικότητά του και το κατά πόσο κάποιος θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό, χαρισματικό, ικανό, επιτυχημένο και άξιο. Επηρεάζει όλες τις πλευρές της ζωής μας, την επαγγελματική μας πορεία, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, τις επιδόσεις μας και εν τέλει το βαθμό ευχαρίστησης και ικανοποίησης στη ζωή μας.
Πώς χτίζεται η αυτοεκτίμηση
Η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας αρχίζει να χτίζεται κατά την παιδική ηλικία, μέσα από τις πρώιμες οικογενειακές εμπειρίες, τα βιώματα και τις σχέσεις μας με τους ¨σημαντικούς¨ άλλους. Προϋπόθεση υγιούς ανάπτυξης της αυτοεκτίμησης είναι η άνευ όρων αγάπη και η αποδοχή από τους γονείς, η διαθεσιμότητα τους στην ανάγκη του παιδιού για επικοινωνία, η γενικότερη αναγνώριση των αναγκών του παιδιού και η ενίσχυση της εικόνας εαυτού του με την παροχή υποστήριξης και ενθάρρυνσης για ανάληψη πρωτοβουλιών.

Επομένως οι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση πηγάζουν καταρχήν από τις εμπειρίες της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Η έλλειψη αποδοχής και επιβράβευσης για τις προσπάθειες του παιδιού, η έντονη κριτική, η απαξίωση του παιδιού από τον γονέα, η απαγόρευση έκφρασης επιθυμιών και συναισθημάτων, οι μη ρεαλιστικές απαιτήσεις και γενικά οι αρνητικές εκτιμήσεις από τα μέλη της οικογένειας και το ευρύτερο περιβάλλον μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το παιδί νιώθει ότι δεν το αποδέχονται όπως είναι, ότι δεν είναι άξιο αγάπης, ότι “φταίει” το ίδιο. Με άλλα λόγια, δεν εκτιμά τον εαυτό του και αυτή η αίσθηση το ακολουθεί στην μετέπειτα ζωή του και επηρεάζει την σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους.
Ο ίδιος ο γονιός λειτουργεί ως “καθρέφτης” για τον εσωτερικό κόσμο του παιδιού. Αυτά που βλέπει το παιδί στον καθρέφτη αυτό καθορίζουν την εικόνα που χτίζει για τον εαυτό του. Με λίγα λόγια το παιδί εσωτερικεύει την εικόνα που έχει ο γονιός για το ίδιο.
Πιο συγκεκριμένα, στην ενήλικη ζωή εάν η αυτοεκτίμησή μας είναι χαμηλή μπορεί να νιώθουμε συχνότερα και εντονότερα φόβο, ψυχική ή σωματική εξουθένωση και άγχος. Μπορεί να βιώνουμε δυσκολίες ή αποτυχίες στις σχέσεις ή στην επαγγελματική μας ζωή, να παραμελούμε τις προσωπικές μας ανάγκες, να μη εκφράζουμε τα συναισθήματά μας, να μην χαιρόμαστε για τις επιτυχίες μας, να μην τολμάμε να στοχεύσουμε προς την ικανοποίηση των επιθυμιών μας, να νιώθουμε ανικανοποίητοι ή να βιώνουμε σύγχυση ως προς αυτά που επιθυμούμε. Τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν αισθήματα μειονεξίας, αποτυχίας και ανασφάλειας, εμφανίζουν απόλυτο τρόπο σκέψης, ασχολούνται μονίμως με την γνώμη των άλλων, ερμηνεύουν ουδέτερα μηνύματα ως απόρριψη και βρίσκονται σε μία διαρκή σύγκριση αναζητώντας επιβεβαίωση.
Η συνεχής αμφισβήτηση υπονομεύει τις δυνατότητες, την αυτονομία και οδηγεί στη συσσώρευση ανέκφραστων αναγκών, στην τάση για ικανοποίηση των επιθυμιών των άλλων και σ΄ ένα μόνιμο συναίσθημα ανικανοποίητου και θυμού. Ο φαύλος κύκλος συντηρείται εφόσον το άτομο εμποδίζεται από το να νιώσει αναγνώριση, ικανοποίηση και θαυμασμό. Μακροπρόθεσμα το άτομο μπορεί να αναπτύξει προβλήματα άγχους ή κατάθλιψης.
Αντίθετα, όταν έχουμε υψηλή αυτοεκτίμηση έχουμε την ενέργεια που χρειαζόμαστε ώστε να προσπαθήσουμε και να επιτύχουμε τους στόχους μας, να δημιουργήσουμε ικανοποιητικές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα, να φροντίσουμε την φυσική και ψυχική μας υγεία, να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στις προκλήσεις της ζωής, να εκφράσουμε τη δημιουργικότητά μας και εν τέλει να αντλούμε ικανοποίηση από τη ζωή.
Εν κατακλείδι, η αυτοεκτίμηση συνδέεται με την ψυχική και σωματική μας υγεία και σχετίζεται με την εκπλήρωση των επιθυμιών μας, την επιτυχία στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και επηρεάζει τον βαθμό ευτυχίας που βιώνει κανείς στη ζωή του.
2904216
2903172
Κρίση Πανικού
Η κρίση πανικού ορίζεται ως το ξέσπασμα ενός έντονου άγχους, που συνήθως συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα και καταστροφικές σκέψεις. Τις περισσότερες φόρες διαρκεί από 2 ως 30 λεπτά, ωστόσο εκείνη την ώρα το άτομο νιώθει πως θα διαρκέσει για πάντα. Όταν η κρίση υποχωρεί το άτομο νιώθει αδύναμο και εξουθενωμένο. Χωρίς θεραπεία οι κρίσεις πανικού μπορεί να εκδηλώνονται πολλές φορές στο διάστημα μιας βδομάδας ή καθημερινά.
Οι κρίσεις πανικού είναι ιδιαίτερα τρομακτικές, γιατί εμφανίζονται ξαφνικά ή σε καταστάσεις όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναμένουν να αισθανθούν εκνευρισμό, άγχος ή φόβο. Η ταχύτητα με την οποία εμφανίζονται τα συμπτώματα, η ένταση τους, και το γεγονός οτι επηρεάζουν τόσα πολλά μέρη του σώματος κάνουν το αίσθημα του φόβου και της αβοηθησίας (ανημποριά) μεγαλύτερο.
Τα συμπτώματα που εμφανίζονται συνήθως είναι τα εξής
- Δυσκολία στην αναπνοή ή λαχάνιασμα
- Αίσθημα πνιγμού
- Σφίξιμο, πίεση ή πόνος στο στήθος
- Τρέμουλο, έντονος τρόμος και αδυναμία
- Ιδρωμένες παλάμες και υπερβολική εφίδρωση
- Μυρμήγκιασμα ή μούδιασμα στα χέρια κ στα πόδια
- Αίσθημα δυνατών παλμών ή σφυροκόπημα της καρδιάς {ταχυκαρδία}
- Αίσθημα τάσης για λιποθυμία ή αστάθεια και ζαλάδα
- Ναυτία, στομαχικές ή εντερικές ενοχλήσεις
- Αίσθημα κρύου και ζέστης
Παράλληλα με τα σωματικά συμπτώματα οι άνθρωποι κάνουν και αρνητικές σκέψεις:
- «θα τρελαθώ»
- «Θα χάσω τον έλεγχο»
- «θα ντροπιαστώ μπροστά σε κόσμο»
- «θα λιποθυμήσω»
- «δεν μπορώ να αναπνεύσω»
- «θα πάθω καρδιακή προσβολή»
- «θα πάθω εγκεφαλικό»
- «θα αρχίσω να ουρλιάζω και θα γελοιοποιηθώ»

Η πιθανότητα να συμβεί κάτι από τα παραπάνω είναι ελάχιστη και όταν το επεισόδιο τελειώσει οι σκέψεις αυτές συνήθως μοιάζουν ανόητες ή παράλογες. Ωστόσο κατά την διάρκεια της κρίσης είναι πάρα πολύ έντονες και τρομακτικές για το άτομο που το βιώνει.
Ορισμένα άτομα εκδηλώνουν επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού και το πρόβλημα αρχίζει να παρακωλύει τη ζωή τους. Αυτά τα άτομα πάσχουν από διαταραχή πανικού. Οι έρευνες αναφέρουν ότι ένα ποσοστό 2-4% από το συνολικό πληθυσμό θα εμφανίσει διαταραχή πανικού κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του. Συνήθως οι άνθρωποι εκδηλώνουν μόνο μια ή δυο έντονες κρίσεις πανικού και στη συνέχεια αρχίζουν να φοβούνται μήπως εκδηλώσουν και άλλες. Η ενασχόληση με το πρόβλημα κυριαρχεί στο μυαλό και στη συμπεριφορά τους , προκαλώντας τους ακόμα περισσότερο άγχος και ίσως υποχρεώνοντας τους να προσαρμόσουν ανάλογα τον τρόπο ζωής τους. Για παράδειγμα, μπορεί να αποφεύγουν να βγουν έξω απ το σπίτι τους εξαιτίας του φόβου μιας επικείμενης κρίσης. Αυτοί οι άνθρωποι πάσχουν από διαταραχή πανικού ακόμα κι αν δεν εκδηλώνουν συχνές κρίσεις.
Η αποφυγή των καταστάσεων στις οποίες μπορεί να εμφανιστεί μια κρίση πανικού είναι δυνατόν να επηρεάσει την ζωή του ατόμου τόσο όσο και οι τακτικές κρίσεις. Η ανησυχία για επικείμενες κρίσεις πανικού είναι γνωστή ως άγχος αναμονής. Η αντιμετώπιση του άγχους αναμονής είναι από τα πιο σημαντικά κομμάτια στη θεραπεία της διαταραχής πανικού και της αγοραφοβίας {το άτομο αποφεύγει καταστάσεις από τις οποίες η διαφυγή μπορεί να είναι δύσκολη, αν παρουσιάσει κρίση}. Συχνά υπομένουν τις καταστάσεις όταν έχουν κάποιον έμπιστο κοντά τους. Το άτομο περιορίζει τις δραστηριότητες εκτός σπιτιού. Μπορεί να συνυπάρχει με διαταραχή πανικού {ή και όχι} ή με άλλη διαταραχή πχ κατάθλιψη.
Οι κρίσεις πανικού και η αγοραφοβία μπορεί να ασκούν μια ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στη ζωή του ατόμου που τις βιώνει. Το έντονο άγχος και η αποφυγή ορισμένων καταστάσεων ή υποχρεώσεων παρεμβαίνουν στην εργασία, τις σπουδές, τις οικογενειακές σχέσεις και την κοινωνική ζωή. Ο διαρκής φόβος μιας πιθανής κρίσης δημιουργεί συναισθήματα αδημονίας, έντασης κ αι φόβου, τα οποία κάνουν τους πάσχοντες υπερβολικά επιφυλακτικούς και άτολμους και θέτουν περιορισμούς στον τρόπο ζωής τους. Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι άνθρωποι που πάσχουν από διαταραχή πανικού εκδηλώνουν συχνά κατάθλιψη.
Για την εμφάνιση των κρίσεων πανικού σημαντικό ρόλο παίζουν οι παρακάτω παράγοντες:
- Μακρές περίοδοι έντονου άγχους και στρες
- Οικογενειακό ιστορικό. Έχει παρατηρηθεί, ότι όταν κάποιος έχει στο οικογενειακό του περιβάλλον άνθρωπο που παρουσιάζει κρίσεις πανικού, έχει περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει κι εκείνος κάποια στιγμή.
- Σημαντική αλλαγή στη ζωή του ατόμου, όπως απώλεια αγαπημένου προσώπου, χωρισμός, απώλεια εργασίας.
- Υπερβολές σε δραστηριότητες, όπως η υπερβολική άσκηση, κατανάλωση καφέ, κάπνισμα, χρήση ουσιών.
- Χρόνιες ασθένειες
- Διάφορες φοβίες
- Κατάθλιψη και χαμηλή αυτοεκτίμηση
Οι κρίσεις πανικού αντιμετωπίζονται με επιτυχία εφόσον το άτομο αναζητήσει βοήθεια από ειδικό. Η γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία ως θεραπεία εκλογής μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στην αντιμετώπιση τους. Σε πολλές περιπτώσεις ο συνδυασμός της ψυχοθεραπείας και της φαρμακευτικής αγωγής είναι αναγκαίος. Στόχος της ατομικής ψυχοθεραπείας είναι να κατανοήσει το άτομο την διαδικασία που οδηγεί στις κρίσεις πανικού, να μάθει να ελέγχει τους στρεσογόνους παράγοντας , να αναγνωρίζει τις σκέψεις που του προκαλούν πανικό και να τις αντικαθιστά με πιο λειτουργικές και επιπλέον να αποκαλύψει τις βαθύτερες ψυχολογικές αιτίες της διαταραχής. Η φαρμακευτική αγωγή από την άλλη βοηθά σημαντικά στην καταστολή των συμπτωμάτων και τον έλεγχο του συναισθήματος.
2904218
2903174
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μια κατάσταση κατά την οποία το άτομο κυριαρχείται από κάποιες σκέψεις, συναισθήματα ή παρορμήσεις οι οποίες εισβάλλουν στο μυαλό του παρά την θέληση του και αδυνατεί να τις ελέγξει. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ανήκει στις αγχώδεις διαταραχές και μπορεί να γίνει αρκετά σοβαρή και να επιμείνει για χρόνια. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα και ανάλογα με την ένταση τους μπορούν να διαταράξουν την λειτουργικότητα του ατόμου.
Το άτομο που πάσχει από ΙΨΔ παγιδεύεται σε μια σειρά επαναληπτικών σκέψεων (ιδεοληψίες) και συμπεριφορών (ψυχαναγκασμοί) που του προκαλούν δυσφορία και δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν χωρίς θεραπευτική παρέμβαση. Ιδεοληψίες είναι επαναλαμβανόμενες και επίμονες σκέψεις, εικόνες ή παρορμήσεις οι οποίες εισβάλλουν στο μυαλό του πάσχοντα χωρίς εκείνος να το θέλει ή να μπορεί να τις ελέγξει. Είναι σκέψεις οι οποίες βιώνονται ως παρείσακτες και ενοχλητικές από το άτομο, δεν έχουν πραγματικό νόημα και συνοδεύονται από δυσάρεστα συναισθήματα. Το άτομο τις αναγνωρίζει ως προϊόν δικής του σκέψης ακόμα κι αν δεν συμφωνεί μαζί τους.
Σύμφωνα με τον Courr Salkovski(1974) υπάρχει παράλογη εκτίμηση της απειλής από το άτομο με ΙΨΔ. Οι καταστάσεις εκτιμώνται με βάση τις δυσμενείς και βλαπτικές συνέπειες τους. Οι ιδεοληψίες λοιπόν οφείλονται στην παρερμηνεία των σκέψεων καταστροφικού περιεχομένου που κάνει το άτομο. Ερμηνεύει καταστροφικά τις ενοχλητικές και ανεπιθύμητες σκέψεις του. Ερεθίσματα που μπορεί να είναι ουδέτερα μετατρέπονται σε απειλητικά για τον πάσχοντα.
Με αυτόν τον τρόπο το άτομο μπορεί να παρερμηνεύσει και σωματικά συμπτώματα, τα οποία συνυπάρχουν με τις ανεπιθύμητες σκέψεις του και να τις θεωρήσει ως ένδειξη απώλειας ελέγχου. Τότε τα σωματικά συμπτώματα του γίνονται ερεθίσματα για δημιουργία ιδεοληψιών και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Σύμφωνα με τον McFall(1979) η απειλή παράγεται με βάση παράλογες πεποιθήσεις του τύπου
- Κάποιος πρέπει να είναι τέλειος
- Η διάπραξη λάθους οδηγεί σε τιμωρία, καταδίκη
- Το άτομο μπορεί να εμποδίσει την ύπαρξη δυσμενών συνεπειών
- Ορισμένες σκέψεις και συναισθήματα είναι απαράδεκτα και μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή
Έτσι το άτομο εμφανίζει καταναγκασμούς τους οποίους θεωρεί πιο υποφερτούς από τα συναισθήματα ενοχής που τον κατακλύζουν.

Κυριότερες παράλογες πεποιθήσεις που σχετίζονται με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι (Salkovski,c.,1985-1989):
- Το να έχεις μια σκέψη για μια πράξη ισοδύναμη με το να έχεις κάνει την πράξη
- Το άτομο μπορεί και πρέπει να κυριαρχεί πάνω στις ιδέες
- Το να μην προσπαθείς να διορθώσεις μια κακή ιδέα που μπήκε στο μυαλό σου, είναι ισοδύναμο με το να θέλεις ή ν’ αποζητάς αυτό που εκφράζει η ιδέα.
Στο πλαίσιο αυτών των σχημάτων η διεργασία των ιδεοληψιών περιλαμβάνει λάθη στον τρόπο σκέψης (διπολική σκέψη ,μαγική σκέψη).
Ο Salkovski (1985) εισάγει το σχήμα της ευθύνης ως βασικό σημείο που σχετίζεται άμεσα με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Τα άτομα που πάσχουν από ΙΨΔ συχνά αισθάνονται υπεύθυνα για οτιδήποτε κακό συμβαίνει. Όταν το άτομο κατακλύζεται από παρείσακτες και ενοχλητικές σκέψεις όπως «θα βλάψω κάποιον» τότε ενεργοποιείται το σχήμα της ευθύνης, το οποίο συνδυαστικά με την παράλογη πεποίθηση ότι «η σκέψη ισοδυναμεί με πράξη», μπορεί να οδηγήσει το άτομο να σκεφτεί πως αφού έκανε αυτή την άσχημη –κακή σκέψη τότε είναι υπεύθυνος αν πάθει κάποιος κάτι (συνήθως αφορά αγαπημένα πρόσωπα). Εάν, κατά τύχη δε, συμβεί κάτι αρνητικό, ακόμα και μικρής αξίας σ’ ένα οικείο πρόσωπο, τότε το συνδέει με τις ανεπιθύμητες σκέψεις «σκέφτηκα αρνητικά γι’ αυτό συνέβη αυτό».
Παρατηρείται ότι άτομα τα οποία πάσχουν από ΙΨΔ έχουν την τάση να παίρνουν μέτρα να διορθώσουν τα πράγματα για να μην συμβεί το καταστροφικό του περιεχομένου των σκέψεων και παρορμήσεων τους.
Αυτό πραγματοποιείται μέσω δύο μηχανισμών στα άτομα με ΙΨΔ:
- Ουδετεροποίηση: τα άτομα προσπαθούν να ουδετεροποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες των ιδεοληψιών τους ή τα συναισθήματα ενοχής που προηγήθηκαν από την ιδεοληψία. Αυτές οι προσπάθειες για ουδετεροποίηση έχουν θετικό αποτέλεσμα, βραχυπρόθεσμα όμως. Ο φαύλος κύκλος διατήρησης της ιδεοληψίας μέσω ουδετεροποίησης είναι ο εξής:
Ιδεοληψίαàουδετεροποίησηàανακούφισηàεπιβεβαίωση φόβου.
Ο παραπάνω φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει με την παρεμπόδιση της παρόρμησης για ουδετεροποίηση.
- Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η αποφευκτική συμπεριφορά, όπου το άτομο αποφεύγει οτιδήποτε σχετίζεται ή συνδέεται με την ιδεοληψία του. Αυτός είναι ένας τρόπος που προσφέρει στο άτομο ανακούφιση όμως και πάλι διατηρείται η ιδεοληψία.
Η ψυχαναγκαστική πράξη που συνοδεύει την ιδεοληψία είναι μια επαναλαμβανόμενη και επίμονη συμπεριφορά (τελετουργική πράξη), την οποία εκτελεί το άτομο παρορμητικά χωρίς να έχει την δύναμη να την αποφύγει. Ενώ δεν προκαλεί ευχαρίστηση από μόνη της το άτομο νιώθει την ανάγκη να την εκτελέσει με σκοπό να μειώσει το άγχος του. Η ψυχαναγκαστική πράξη είναι συνέπεια έμμονων ιδεών. Αποτελεί μια προσπάθεια ν’ ανακουφιστεί το άτομο που πάσχει από ΙΨΔ και ν’ απαλλαγεί από την πίεση που του ασκούν οι ανεπιθύμητες σκέψεις του. Εκτελώντας μια πράξη πιστεύει ότι θα μειώσει ή θα εξαλείψει τις ανεπιθύμητες σκέψεις. Οι ψυχαναγκαστικές πράξεις σταματούν προσωρινά την αίσθηση του άγχους, το οποίο αυξάνεται αν δεν τις εκτελέσουν.
Όσον αφορά στο κομμάτι της θεραπείας, η συμπεριφορική ψυχοθεραπεία έχει βρεθεί ότι παρουσιάζει σημαντικό θεραπευτικό αποτέλεσμα στη ΙΨΔ. Τελευταία μελετούνται και τα θετικά αποτελέσματα της γνωστικής θεραπευτικής παρέμβασης.
Το Γνωστικό-Συμπεριφορικό μοντέλο παρέμβασης αρχικά προτείνει εξοικείωση στη συλλογιστική του Γνωστικού-Συμπεριφορικού μοντέλου γενικά και ειδικά στο πώς αυτό ερμηνεύει την ΙΨΔ. Εντοπίζει την σχέση μεταξύ ιδεοληψιών και καταναγκασμών και τον ρόλο που έχουν τα γνωστικά σχήματα στην δημιουργία ιδεοψυχαναγκασμών.
Στόχος της γνωστικής παρέμβασης είναι να βοηθήσει το άτομο να μειώσει την ανησυχία του για τις σκέψεις που κάνει μέσα από διάφορες τεχνικές. Τον βοηθάει να κάνει διαφορετικές ερμηνείες των συνεπειών των σκέψεων του και να ενισχύσει τον εναλλακτικό και πιο λειτουργικό τρόπο σκέψης.
Η έγκαιρη αναζήτηση βοήθειας έχει μεγάλη σημασία για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Η ΙΨΔ ποικίλλει σε διαβαθμίσεις, από ήπια έως βαριά και συχνά παρουσιάζει συννοσηρότητα με κατάθλιψη ή άλλες αγχώδεις διαταραχές.
2884198